λαγυνοφόρια

λαγυνοφόρια
λαγυνοφόρια
the flagon-bearing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαγυνοφόρια — Αρχαία οργιαστική γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου, την οποία τελούσαν στην Αλεξάνδρεια. Οργανωτής της γιορτής ήταν ο Πτολεμαίος Διόνυσος και στη διάρκειά της παρέθετε συμπόσιο, όπου οι συνδαιτυμόνες έφερναν το φαγητό τους και μια λάγυνο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”